obedience$54201$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obedience$54201$ - translation to ελληνικό

RELIGIOUS OATH MADE BY SOME CATHOLICS
Religious Obedience; Obedience, Religious; Vows of obedience; Obedience (vow)

obedience      
n. ευπείθεια, υπακοή

Ορισμός

Obedient
·adj Subject in will or act to authority; willing to obey; submissive to restraint, control, or command.

Βικιπαίδεια

Vow of obedience

In the Catholic Church, the vow of obedience is one of the three vows of professing to live according to the evangelical counsels. It forms part of the religious vows that are made both by members of the religious institutes and diocesan hermits.